ἀμοιβή

ἀμοιβή
ἀμοιβ-ή, , ([etym.] ἀμείβω)
A requital, recompense, Hom. only in Od.;

σοὶ δ' ἄξιόν ἐστιν ἀμοιβῆς Od.1.318

;

ἄλλοισι δίδου χαρίεσσαν ἀ. . . ἑκατόμβης 3.58

;

εὖ ἔρδοντι κακὴν ἀπέδωκας ἀ. Thgn.1263

, cf. E.Or.467;

γλυκεῖαν μόχθων ἀ. Pi.N.5.48

; ἀγαναῖς ἀ. τινὰ τίνεσθαι to requite him by like return, Id.P.2.24;

χαρίεσσα ἀμοιϝά GDI3119c

([place name] Corinth);

οἵας ἀ. ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ E.Med.23

;

ἀμοιβαὶ τῶν θυσιῶν Pl.Smp.202e

; retribution,

ἔργων ἀντ' ἀδίκων χαλεπὴν ἐπέθηκεν ἀ. Hes.Op.334

: pl.,

αἰωνίαις ἀ. βασανισθησόμενοι Phld.D.1.19

.
2 repayment, compensation,

τείσουσι βοῶν ἐπιεικέ' ἀ. Od.12.382

.
3 that which is given in exchange,

τῷ σκυτοτόμῳ ἀντὶ τῶν ὑποδημάτων ἀ. γίνεται κατ' ἀξίαν Arist.EN1163b35

;

τὴν ἀ. ποιητέον κατὰ τὴν προαίρεσιν 1164b1

;

δέκα μνῶν ἀ. Plu.Lyc.9

.
4 answer,

ἀσχήμων ἐν τῇ ἀ. Hdt.7.160

.
II change, exchange,

τὰς ἀ. ποιεῖσθαι Str.11.4.4

; of money, Plu.Luc.2.
III change, alternation,

κακῶν E.El.1147

;

ἑορτῶν Pl.Lg.653d

.
2 transformation, D.L.9.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμοιβή — requital fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμοιβή — η 1. η ανταμοιβή: Η αμοιβή για όσα καλά έκανα σ αυτόν ήταν να με κακολογά όπου βρεθεί. 2. μισθός: Εργάζεται με πολύ μικρή αμοιβή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμοιβή — η (Α ἀμοιβή) 1. ανταπόδοση, ανταμοιβή 2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία μσν. αρχ. αλλαγή, ανταλλαγή αρχ. 1. αποζημίωση 2. ποινή 3. εκδίκηση 4. απάντηση, απόκριση 5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή 5 …   Dictionary of Greek

  • ἀμοιβῇ — ἀμοιβάζω exchange fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀμοιβάζω exchange fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀμοιβῆι , ἀμοιβεύς exchanger masc dat sg (epic ionic) ἀμοιβή requital fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμοιβαῖς — ἀμοιβή requital fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμοιβαί — ἀμοιβή requital fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμοιβήν — ἀμοιβή requital fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • αποκοπή — Α. αποκαλείται στη γλωσσολογία η μη προφορά ενός γράμματος μιας λέξης, από αφρόντιστη άρθρωση. Η πιο συχνή περίπτωση α. είναι η πτώση του τελικού φωνήεντος ορισμένων προθέσεων. Στα αρχαία ελληνικά, η α. ήταν χαρακτηριστική κυρίως της δωρικής και… …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”